Λιμόζ

Λιμόζ
(Limoges). Πόλη (133.924 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του διαμερίσματος Λιμουζέν και του νομού Άνω Βιέν (Haute-Vienne, 5.520 τ. χλμ., 353.893 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Βιέν. Από τα τέλη του 18ου αι. ήταν φημισμένη για τις κομψές πορσελάνες της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο καθεδρικός ναός, την κατασκευή του οποίου ανέλαβε ο Ζαν Ντεσάν το 1273, και το μουσείο κεραμικών της πόλης. Επίσης η Λ. από το 1808 αποτελεί έδρα πανεπιστημίου. Ιστορία. Οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν Augustoritum Lemovicensium. Το 1370, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, η πόλη κάηκε και οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν από τον Εδουάρδο, τον επονομαζόμενο Μαύρο Πρίγκιπα. Στα τέλη του 16ου αι., μετά από μία μακρά περίοδο πολεμικών καταστροφών σε συνδυασμό με επιδημία πανούκλας και λιμό, ορίστηκε πρωτεύουσα της επαρχίας Λιμουζέν. Μερική άποψη της γαλλικής πόλης Λιμόζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λιμουζέν — (Limousin). Διοικητική περιφέρεια (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ. το 1999) της Γαλλίας με πρωτεύουσα τη Λιμόζ (βλ. λ.). Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κεντρικού Ορεινού Όγκου και περιλαμβάνει τους νομούς Άνω Βιέν (Haute Vienne), Κορέζ… …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Αντουάν, Αντρέ — (André Antoine, Λιμόζ 1858 – Λε Πουλιγκέν 1943). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στο γαλλικό θέατρο. Άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το θέατρο όταν ακόμα ήταν απλός υπάλληλος της… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος της Πάντοβα — (Λισαβόνα περ. 1195 – Αρτσέλ, Πάντοβα 1231).Φραγκισκανός Πατέρας και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Φερνάντο. Σπούδασε θεολογία και ύστερα από εννέα χρόνια, μοναχός πλέον, υιοθέτησε το όνομα Α. και έφυγε για το Μαρόκο (1220) …   Dictionary of Greek

  • Βαλαντόν, Σουζάν — (Suzanne Valadon, Λιμόζ 1865 – Παρίσι 1938). Γαλλίδα ζωγράφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μπαλαρίνα. Αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο διαφόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και οι Ρενουάρ και Τουλούζ Λοτρέκ. Τέλος, ασχολήθηκε με επιτυχία με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • καολίνης ή πορσελανίτις γη — Αργιλικό πέτρωμα, το οποίο προέρχεται από χημική εξαλλοίωση των αστρίων που υπάρχουν μέσα σε κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα. Είναι λευκός έως υποκίτρινος και αποτελείται κυρίως από ένα λευκό ορυκτό, τον καολινίτη, μαζί με δικίτη και νακρίτη. Ο κ.… …   Dictionary of Greek

  • Κατρού, Ζορζ — (GeorgeCatroux, Λιμόζ 1877 – 1969). Γάλλος στρατιωτικός. Το 1899 κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων (επαγγελματικό στρατιωτικό σώμα που υπηρετούσε μόνο εκτός της γαλλικής επικράτειας) και αργότερα διορίστηκε υπασπιστής του γενικού διοικητή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”