Λιμουζέν — (Limousin). Διοικητική περιφέρεια (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ. το 1999) της Γαλλίας με πρωτεύουσα τη Λιμόζ (βλ. λ.). Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κεντρικού Ορεινού Όγκου και περιλαμβάνει τους νομούς Άνω Βιέν (Haute Vienne), Κορέζ… … Dictionary of Greek
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek
κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… … Dictionary of Greek
Αντουάν, Αντρέ — (André Antoine, Λιμόζ 1858 – Λε Πουλιγκέν 1943). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού στο γαλλικό θέατρο. Άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το θέατρο όταν ακόμα ήταν απλός υπάλληλος της… … Dictionary of Greek
Αντώνιος της Πάντοβα — (Λισαβόνα περ. 1195 – Αρτσέλ, Πάντοβα 1231).Φραγκισκανός Πατέρας και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Φερνάντο. Σπούδασε θεολογία και ύστερα από εννέα χρόνια, μοναχός πλέον, υιοθέτησε το όνομα Α. και έφυγε για το Μαρόκο (1220) … Dictionary of Greek
Βαλαντόν, Σουζάν — (Suzanne Valadon, Λιμόζ 1865 – Παρίσι 1938). Γαλλίδα ζωγράφος. Άρχισε τη σταδιοδρομία της ως μπαλαρίνα. Αργότερα εργάστηκε ως μοντέλο διαφόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων και οι Ρενουάρ και Τουλούζ Λοτρέκ. Τέλος, ασχολήθηκε με επιτυχία με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
καολίνης ή πορσελανίτις γη — Αργιλικό πέτρωμα, το οποίο προέρχεται από χημική εξαλλοίωση των αστρίων που υπάρχουν μέσα σε κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα. Είναι λευκός έως υποκίτρινος και αποτελείται κυρίως από ένα λευκό ορυκτό, τον καολινίτη, μαζί με δικίτη και νακρίτη. Ο κ.… … Dictionary of Greek
Κατρού, Ζορζ — (GeorgeCatroux, Λιμόζ 1877 – 1969). Γάλλος στρατιωτικός. Το 1899 κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων (επαγγελματικό στρατιωτικό σώμα που υπηρετούσε μόνο εκτός της γαλλικής επικράτειας) και αργότερα διορίστηκε υπασπιστής του γενικού διοικητή της… … Dictionary of Greek